- ὑφόρθωσις
- ὑφόρθ-ωσις, εως, ἡ,A restoration, PMasp.69.12 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υφόρθωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑφορθῶ] αποκατάσταση, επανόρθωση … Dictionary of Greek